- υγραίνω
- ὑγραίνω ΝΜΑ, και ογραίνω Ν [υγρός]1. καθιστώ κάτι υγρό, νοτίζω2. διαβρέχω, διαποτίζωνεοελλ.-μσν.παθ. υγραίνομαιμτφ. αποχαυνώνομαι από διάθεση για ερωτικό σμίξιμοαρχ.1. βουτώ κάτι μέσα σε ένα υγρό, τό βρέχω («πηγαῑσιν οὐχ ὑγραίνουσι πόδας», Ευρ.)2. ιατρ. προξενώ ευκοιλιότητα3. (στην ποίηση) (για ποταμό) ποτίζω μια χώρα, αρδεύω4. παθ. α) (για το νερό) συγκεντρώνομαι σε λίμνες ή σε δεξαμενέςβ) (για στερεά) μετατρέπομαι σε υγρό, υγροποιούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.